καλοστράτισμα

καλοστράτισμα
το [καλοστρατίζω]
1. το να οδηγεί κανείς κάποιον σε ομαλό δρόμο
2. μτφ. το να ακολουθεί ένας καλό, ηθικό δρόμο
3. μτφ. η ηθική καθοδήγηση, η προτροπή προς τον καλό, τον ενάρετο δρόμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοστράτισμα — το το να οδηγεί κάποιος κάποιον σε ομαλό δρόμο, καθοδήγηση: Οι στρατιώτες τον ευχαρίστησαν για το καλοστράτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”